Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

Ο αγώνας


Με κάλεσε που λέτε ο Χρήστος σπίτι του να δούμε την Πανάθα. Βλέπετε είμαστε τιμωρημένοι. Η ομάδα..οχι εμείς! Δηλαδή αν το σκεφτείς και μείς είμαστε τιμωρημένοι. Από το Θεό. Βρε, Θεε, μας έδωσες που μας έδωσες τις συγκεκριμένες γυναίκες. Δεν τους εμφύτευες από πριν 2-3 τρία ονόματα, να μη μας ρωτάνε κάθε λίγο ποιος είναι ο Κρέσιτς και ο Βύντρα; Όχι, ότι έχουν πρόβλημα οι γυναίκες να θυμηθούν κάποια ονόματα. Απλώς θυμούνται αυτά που τους συμφέρουν. Για ρώτα τους για τον Νικοπολίδη. Ξέρουν τα ΠΑΝΤΑ. Το 71 είναι ο αγαπημένος μου αριθμος, λέει η αδελφή μου, γιατί είναι η χρονολογία γέννησης του Νικοπολίδη. Την βλέπεις εκείνη την στιγμή να έχει αυτό το βλέμμα της αποχαυνωμένης. Ταξιδεύει πέρα μακριά στο 1971 την ώρα που γεννιόταν ο Νικοπολίδης. Μεχρι και η γιαγια μου τον ξέρει. Εκείνο το αψηλό το γκριζομάλλικο παιδάκι δεν είναι ο Νικοπολίδης; Να το΄χει καλα ο Θεός! Το αλτσχαιμερ αλτσχαιμερ αλλα και ο Νικοπολιδης Νικοπολιδης. Δεν υπάρχει μέρα να μην ακούσω την φίλη μου την Σοφία να λέει «Αμα κρεμάσει τα παπούτσια του ο Νικοπολίδης, πάει τέλειωσε το ελληνικό ποδόσφαιρο». Τι να πει κανείς; Γυναίκες!
Τελικά άδικα τα χω τα εισιτήρια διαρκείας. Βεβαια, δεν έχω παράπονο. Ολοι μαζί περιμένουμε ενωμένοι με έναν στόχο. Να πάρουμε τα εισιτήρια που θα μας ανοίξουν τις πόρτες του παραδεισου. Γιατί μην μου πείτε… Όπως τρώς την αγκωνιά από τον άλλον ενώ σπρωχνεστε για να μπείτε στο γήπεδο, ξαφνικά βλέπεις το στάδιο. Καταπράσινο. Σαν τον κήπο της εδεμ είναι! Το φίδι λείπει, γιατί από Εύες….το γήπεδο γεμάτο! Εκείνη την στιγμή το κάνεις άνετα το προπατορικό.
Τώρα που λέτε όμως, ο αγώνας κανονικά παιζόταν στο γήπεδο. Εμείς όμως ήμασταν απέξω. Οπότε παίρνω μια ντουζίνα μπυρόνια και το τηλέφωνο του Μπάμπη και τρέχω στο σπίτι του Χρήστου. Μπάμπης εστί πίτσα. Όχι οποιαδήποτε πίτσα. Μια πίτσα από δω μέχρι εκεί (δείχνεις λιγο παραπέρα), με το συμπάθειο. Καλός ο Μπάμπης. Δεν λέω. Αλλα ήταν καλύτερος πριν τον δω. Από τοτε που τον είδα, δεν μπορώ να τον ξεχάσω. Δυο μέτρα άντρας. Με μαλλια. Όταν λέω μαλλιά εννοώ μπούκλες. Ατελείωτες μπουκλες. Γιατί ο Μπάμπης είναι και μοντέρνος τυπος. Αυτό πάντως που σου κάνει εντύπωση πάνω του, δεν είναι το μαλλί αλλα η κοιλιά. Πρώτα πάει η κοιλιά του και μετα η μπλούζα από πίσω τρέχει να την προλάβει. Όταν τον είδα ήταν άρρωστος ο Μπάμπης. Την μια στιγμή σκούπιζε την μύτη του και αμέσως μετά με σερβίριζε. Δεν ξανάκανα το ίδιο λάθος. Τώρα παραγγέλνω από το σπίτι. Τουλάχιστον δεν ξέρω τι τρώω. Πολύ γευστική η πίτσα του!
Χτυπάω που λέτε το κουδούνι του σπιτιού του Χρήστου και μου ανοίγει την πόρτα η Τζένη, η γυναίκα του. Μόλις είδα το πρόσωπό της, σκιάχτηκα. Λες και έβλεπα τον ίδιο τον εξορκιστή ένα πράγμα. Μήπως έκανα λάθος το σπίτι; Μήπως μπήκα στην ταινία του Φρίντκιν και δεν το καταλαβα; Στον ύπνο μου πέρασα το καστινγκ; Πρίν προλάβω να το βάλω στα πόδια, νάσου ξεπρόβαλε ο «μεγάλος» από την πόρτα. «Μεγάλος» καλά τώρα. Μην πάει το μυαλό σας στο πονηρό. Τι γίναμε; Sex and the city? Όταν ήμασταν στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο μαζί, είχε τον τρόπο του ο Χρήστος. Με το φαϊ εννοώ. Αλλοι κρέμαγαν συνθηματικά στην πόρτα όταν έφερναν κοπέλα στο δωμάτιο. Ο Χρήστος έβαζε ένα παιχνίδι-μπρελοκ με τον Μπομπ τον Μάστορα. Του το χαν χαρίσει με ένα παιδικό μενού από τα Μακ Ντόναλντς. Ακόμα και αυτά έτρωγε! Όποτε έβλεπα τον Μπομπ τον μάστορα, το βαζα στα πόδια. Πήγαινα και κρυβόμουν στην βιβλιοθήκη. Γι’αυτό με πέρναγαν ολοι για άριστο μαθητή. Χρόνια μετά το Πανεπιστήμιο τον έβλεπα στον υπνο μου να με κάνει μια χαψιά.
Με τράβηξε που λέτε μέσα στο σπίτι ο Χρήστος και με κάθησε σε μια καρέκλα. Αρπαξε από τα χέρια μου τις μπύρες και το τηλέφωνο του Μπάμπη και εξαφανίστηκε στην κουζίνα. Τι το θελε ο Χριστιανός; Με άφησε μονο μου με το θηρίο; Από την άλλη άκρη του σαλονιού η Τζένη με κοίταζε με δολοφονικό βλέμμα. Την φανταζόμουν να βγάζει από την πλάτη της την χατζάρα και να με ψιλοκόβει για τηγανιά. Και μετά να με δίνει στον Χρήστο να με φάει! Με μπόλικη πάπρικα! Α, όλα κι όλα…ο Χρήστος τα θέλει πικάντικα τα φαγητά του. Πάνω που ετοιμαζόταν να ανοίξει το στοματάκι της, μπήκε ο Μεγάλος στο σαλόνι. Βολεύτηκε σε μια πολυθρόνα και μου πέταξε ένα μπουκάλι μπύρα. «Ο Μπάμπης στέλνει αμέσως μια δίμετρη περιποιημένη» μουρμούρησε ρουφώντας ταυτόχρονα λαίμαργα την μπύρα του ενώ αυτή χυνόταν στο πηγούνι του. Αμαν αυτος ο άνθρωπος. Μια σαλιάρα του λειπε. Ισως και δυο. Μήπως να στρώναμε ένα ναυλον τριγύρω; Ο αγώνας θα’ρχιζε σε λίγο και το Τζενάκι έφυγε χωρίς κουβέντα. Επιτέλους έφυγε ο μπαλντάς από το λαιμό μου. Ανάσανα, βρε παιδί μου. Ανοιξαν οι ουρανοί και ένιωσα το οξυγόνο να γεμίζει τα πνευμόνια μου. Φορέσαμε τα κασκώλ της ομαδάρας και αρχίσαμε τα συνθήματα. Μια ο Χρήστος, μια εγώ. Αρχισε ο αγώνας και έγινε η πλάσμα σκέτη ζούγκλα. Πράσινο παντού. Μονο ο ταρζάν έλειπε. Αντε και η τσιτα. Πάνω που ξεκινάει ο αγώνας, χτυπάει και το κουδούνι της εξώπορτας. Σε λίγο να σου η πίτσα ξεπροβάλει από την πόρτα του σαλονιού. Βρε που ναι το Τζενάκι; Μήπως την έκανε μια χαψιά η πίτσα; Φαντάζομαι τα πρωτοσέλιδα «Εξωγήινη πίτσα απαγάγει Ελληνίδα για πειράματα». Χαμένο το Τζενάκι πίσω από το κουτί της πίτσας. Μια σταλιά γυναίκα κι αυτή. Εύκολα την χάνεις. Μπορούσα να την ακούσω να σιγομουρμουράει κάπου εκεί χαμένη. Ο Χρήστος δεν έκανε ούτε μια κίνηση να την βοηθήσει. Μας την πέταξε πάνω στο τραπέζι του σαλονιού και έφυγε το Τζενάκι. Ποιο τραπεζάκι δηλαδή; Πιο μεγάλη και από το τραπεζάκι η πίτσα. Ηρθε και γέμισε το σαλόνι πίτσα. Πέσαμε και οι δυο με τα μούτρα. Από την μια μεριά εγώ και από την άλλη ο Χρήστος. Πεδίο μάχης έγινε το σαλονάκι. Πιπεριές πέταγαν από δω και από κει. Σουτζούκια και αλλαντικά θυσιαζόντουσαν ηρωικά υπέρ πατρίδος. Οσο οι ποδοσφαιριστές έλιωναν στον αγώνα, εμείς ιδρώναμε στο φαί. Γκολ ο Βύντρα; Δυο κομμάτια πίτσα από τον Χρήστο. Δοκάρι ο Σισέ; Μια χαψιά το κομμάτι η πίτσα από μένα. Και ενώ έχουμε ζεσταθεί και είμαστε έτοιμοι για το μεγάλο φινάλε…κλείνει το ρεύμα. Ουρλιάζαμε και οι δυο λες και μας πάτησε κάποιος τον κάλο. Αρχίσαμε να κινούμαστε μέσα στο δωματιο και μια κουτουλάγαμε στον έναν τοίχο και μια στον άλλο. Τελικά το Τζενάκι ήρθε στο σαλόνι με δυο φακούς. Πάπαλα ρεύμα. Ολη η περιοχή είχε διακοπή. Για πότε αρπάξαμε την δίμετρη και δυο μπύρες και φύγαμε δεν περιγράφεται. Ο ενας από την μια και ο άλλος από την άλλη, την κρατάγαμε μην μας πέσει. Φύγαμε από το σπίτι βολιδάτοι. Κατεβήκαμε τα σκαλοπάτια τραβολογώντας την πίτσα και φτάνοντας στον δρόμο κοντέψαμε να την σκίσουμε στα δύο. Από την μια τράβαγε ο ένας από την άλλη ο άλλος. Τελικά, καταλήξαμε στο καφενείο της δίπλα γειτονιάς, αγκαλιά με την δίμετρη και τις μπύρες. Ολοι οι άντρες ενωμένοι να βλέπουμε τον αγώνα. Εμείς και όλοι οι διωγμένοι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου